- προσεπιπλήττω
- Α(αττ. τ.) βλ. προσεπιπλήσσω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek
προσεπιπλήσσω — και αττ. τ. προσεπιπλήττω Α επιπλήττω κι εγώ, κάνω κι εγώ εκτός τών άλλων επιπλήξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιπλήσσω «χτυπώ»] … Dictionary of Greek